Ενδείξεις Προβλημάτων Όρασης σε μαθητές με Ακουστική Αναπηρία
Η αποτελεσματική υποστήριξη των μαθητών -και των οικογενειών τους- προϋποθέτει την κατανόηση των αναγκών και των ικανοτήτων τους . Οι μαθητές με ακουστική απώλεια, η οποία μπορεί να κυμαίνεται από μερική ακοή έως και πλήρη κώφωση, ενδέχεται μερικές φορές να εμφανίζουν συμπεριφορές που είναι “άτυπες” και απαιτούν περαιτέρω παρατήρηση για την ανίχνευση πιθανών προβλημάτων όρασης. Η οπτική αναπηρία περιλαμβάνει ένα φάσμα από την τύφλωση ή πολύ χαμηλή όραση έως την αδυναμία διάκρισης συγκεκριμένων χρωμάτων.
Η οπτική αναπηρία αναφέρεται στην όραση που δεν πληροί τα τυπικά επίπεδα διόρθωσης.
Αρχικά, η πρόσβαση στο οικογενειακό ιστορικό των μαθητών μπορεί να είναι ανεκτίμητη, αφού οι γενετικοί παράγοντες συχνά συμβάλλουν στην οπτική αναπηρία. Για παράδειγμα, το Σύνδρομο Usher ή το Σύνδρομο Waardenburg Τύπου II μπορεί να είναι κληρονομικά. Επίσης, εάν δύο αδέλφια είναι κωφά ή βαρήκοα και το ένα διαγνωστεί με Σύνδρομο Usher ή αμφιβληστροειδίτιδα, το άλλο αδερφάκι μπορεί να φέρει την ίδια γενετική προδιάθεση. Επιπλέον, η καταγωγή της οικογένειας μπορεί να είναι σχετική, καθώς ορισμένες περιοχές έχουν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης συνδρόμων, όπως το Usher.
Η επανεξέταση της όρασης ενός μαθητή συστήνεται όταν παρατηρούνται φυσικά σημάδια όπως τακτικό τρίψιμο, σφίξιμο των ματιών, δάκρυσμα των ματιών, υπερβολικό βλεφάρισμα ή συχνοί πονοκέφαλοι. Η δυσκολία με την αντανάκλαση μπορεί επίσης να εκδηλωθεί ως προτίμηση για τη χρήση γυαλιών ηλίου και καπέλων. Ατυχήματα ή σοβαρές ασθένειες που επηρεάζουν την όραση είναι η μηνιγγίτιδα ή ο παρατεταμένος υψηλός πυρετός, σημαντικά τραύματα στο κεφάλι, αυτοάνοσες παθήσεις, εγκεφαλικά επεισόδια, επιπλοκές από ωτοτοξικά φάρμακα και χημειοθεραπεία.
Ακόμα, η κουλτούρα παίζει σημαντικό ρόλο στη συμπεριφορά των μαθητών. Η κοινότητα των κωφών και βαρήκοων επικοινωνεί κυρίως μέσω της οπτικής νοηματικής γλώσσας, κάνοντας την όραση και την επαφή με τα μάτια κρίσιμα. Στη νοηματική γλώσσα, η επαφή με τα μάτια και οι διακοπές είναι σημαντικές. Εάν ένας μαθητής έχει οπτικές δυσκολίες, μπορεί να χρησιμοποιεί την όρασή του διαφορετικά. Για παράδειγμα, μπορεί να παρατηρήσετε ότι κοιτάζει τον συνομιλητή του από γωνία αντί για κατά πρόσωπο, κάτι που θα μπορούσε να υποδηλώνει οπτική δυσκολία. Επιπλέον, στις συνομιλίες με νοήματα υπάρχει μια τυπική απόσταση περίπου δύο μέτρων. Εάν ένας μαθητής χρησιμοποιεί διαφορετική απόσταση ή ανταποκρίνεται διαφορετικά ανάλογα με την απόσταση, μπορεί να σηματοδοτεί πρόβλημα όρασης.
Κατά τη διάρκεια συνομιλιών με νοήματα, συγκεκριμένες συμπεριφορές μπορεί να υποδηλώνουν οπτική αναπηρία. Για παράδειγμα, ένας μαθητής που ζητά συχνά να επαναληφθούν τα νοήματα μπορεί να έχει πρόβλημα να ακολουθήσει την ταχύτητα των νοημάτων ή να αποσπάται από τον φωτισμό. Σε συνομιλίες που περιλαμβάνουν πολλούς ανθρώπους, ένας μαθητής με απώλεια περιφερειακής όρασης μπορεί να δυσκολεύεται να παρακολουθήσει, να χρειάζεται μεγαλύτερη κίνηση του κεφαλιού για να ακολουθήσει τη συνομιλία και συνεπώς να φαίνεται ελαφρώς εκτός θέματος. Συχνά, το άτομο που έχει δυσκολία να παρακολουθήσει οπτικά μια συνομιλία μπορεί να φαίνεται αδιάφορος, απρόσεκτος ή ότι μονοπωλεί τη συνομιλία.
Στην τάξη, οι ασυνήθιστοι τρόποι πρόσβασης του εκπαιδευτικού υλικού μπορούν να υποδηλώνουν προβλήματα όρασης. Ένας μαθητής μπορεί να φέρνει το χαρτί πολύ κοντά στο πρόσωπό του, να κοιτάζει το τηλέφωνό του από γωνία, να κλείνει το ένα μάτι, να γέρνει το κεφάλι ή να προσαρμόζει συχνά τα γυαλιά του για να βλέπει καλύτερα. Το άτομο με περιορισμένο οπτικό πεδίο μπορεί να επιλέξει να καθίσει στο πίσω μέρος της τάξης για ευρύτερο οπτικό πεδίο ή να καθίσει κοντά στον δάσκαλο και τον πίνακα. Ασυνήθιστες αντιδράσεις στον φωτισμό – όπως η δυσφορία με τον διαδραστικό πίνακα ή τα διάφορα φώτα της τάξης – μπορούν επίσης να αποτελούν ένδειξη προβλημάτων όρασης.
Η απώλεια όρασης μπορεί να προκληθεί από τραυματισμό στο μάτι, από μη τυπικό σχήμα του ματιού ή από επιπλοκές στον εγκέφαλο.
Η οπτική αναπηρία μπορεί επίσης να επηρεάσει την κίνηση του μαθητή. Ενδέχεται να παρουσιάζει κακή συντονιστική ικανότητα χεριού-ματιού, να ακουμπά συνεχώς στα θρανία ή στους τοίχους για καλύτερη αίσθηση του χώρου, να φαίνεται αδέξιος, διστακτικός κατά το περπάτημα, να κοιτάζει συχνά κάτω, να σέρνει τα πόδια του ή να έχει μεγαλύτερο άνοιγμα ποδιών για σταθερότητα. Οι πολυσύχναστοι χώροι όπως οι γεμάτες καφετέριες ή τα προαύλια μπορεί να είναι δύσκολοι για τους μαθητές με οπτική αναπηρία, γι’ αυτό είναι χρήσιμο να παρατηρήσουμε τις δεξιότητες πλοήγησής τους σε τέτοια περιβάλλοντα.
Άλλες ενδείξεις προβλημάτων όρασης περιλαμβάνουν το άτομο να σκοντάφτει στους ανθρώπους ή τα αντικείμενα (όπως τον κάδο απορριμάτων που απαιτεί το κάτω οπτικό μας πεδίο, είναι συχνά σκούρο χρώμα και συγχωνεύεται με το φόντο), δυσκολία στην αναγνώριση προσώπων, χρωμάτων ή αντικειμένων και στην εντοπισμό προσωπικών αντικειμένων ακόμη και σε γνωστά περιβάλλοντα. Η συχνή αντίδραση τρόμου μπορεί επίσης να είναι ένδειξη, καθώς οι κωφοί και βαρήκοοι συνήθως βασίζονται στην όραση για την επίγνωση του περιβάλλοντός τους. Εάν ένας μαθητής δεν αντιλαμβάνεται κάποιον που πλησιάζει μέσω της περιφερειακής του όρασης, μπορεί να τρομάξει επειδή δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του ατόμου αρκετά νωρίς.
Η παρατήρηση είναι ένα ουσιαστικό εργαλείο για τη συλλογή πληροφοριών για τους μαθητές και τον εντοπισμό των αναγκών τους. Παρόλο που πολλές καταστάσεις όρασης παρουσιάζουν παρόμοιες λειτουργικές επιπτώσεις, η διάγνωση μπορεί να βοηθήσει τους εμπλεκόμενους επαγγελματίες εκπαίδευσης να δημιουργήσουν το ιδανικό μακροπρόθεσμο πλάνο. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι παραπάνω δείκτες υποδηλώνουν πιθανές οπτικές ανάγκες, αλλά δεν τις εγγυώνται.